Меня зовут Иван.

Ο φίλος μας ταξίδευσε 36 ώρες με το λεωφορείο μέχρι να φτάσει στην πόλη της Οδησσού.
Το ρολόι στο автобусная(σταθμός λεωφορείων),έδειχνε πια 6 το απόγευμα.
Ήταν η γενέθλια πόλη του παππού του.
Την γνώριζε πολύ καλά αν και δεν είχε ξανάρθει.
Είχε μάθει τα πάντα όταν ο πάππους ο Γιάννης,άνοιγε το κουτί με τις ιστορίες του.
Η πόλη είχε έναν αριστοκρατικό αέρα.
Η μεγάλη Αικατερίνη την ίδρυσε,για να κτίσει και εδώ ένα παλάτι για να μπορεί να αναπαύεται ήσυχα δίπλα από την θάλασσα.
Οι τσάροι ακολουθούσαν την διαδρομή των χελιδονιών.
Κατοικούσαν ανάλογα με τον καιρό.
Απέφευγαν την βαρυχειμωνιά.
Τον φίλο μας τον βάφτισαν και αυτόν Γιάννη.
Ίσως για αυτό να του είχε τόση αδυναμία αλλά και την διάθεση να του περιγράψει όλη την ζωή του σε αυτή την πόλη.
Λένε ότι ο παππούς ξεκίνησε να λέει τις ιστορίες του,όταν ακόμα τον τάιζε με γάλα η μάνα του.
Δεν ξέρω αν αυτό είναι αλήθεια,απλά έτσι είχα ακούσει.
Η ώρα όμως περνούσε και ο φίλος μας ο Γιάννης έπρεπε να βρει κάπου να μείνει.
Κοίταξε να δει σε ποια οδό βρισκόταν.
Ήταν στην Улица Пушкина.(οδός Πούσκιν )
Πολύ ωραία σκέφτηκε,αν ο παππούς του, τα χε πει σωστά,στο νούμερο 15 πρέπει να βρίσκεται το ξενοδοχείο Гостиница Красная (κόκκινο ξενοδοχείο).
Εκεί κάνανε τον χορό αποφοίτησης του λυκείου του.
Στον χορό αυτό γνώρισε και την γιαγιά Όλγα.
Την αγάπησε με την πρώτη ματιά που λένε.Δεν την άφησε ποτέ από τα μάτια του και δεν κοίταξε καμία άλλη,παρ όλο τις “ευκαιρίες που του παρουσιάστηκαν”.
“Η Οδησσός είχε τις ωραιότερες γυναίκες σε όλη την Σοβιετική Ένωση,αλλά καμιά δεν έφτανε σε ομορφιά την γιαγιά σου”.
“Αλλά και αυτή επέλεξε εμένα τον πιο κοντό,από όλους τους συμμαθητές μου.Μου χε πει ότι την εντυπωσίασαν τα καστανά μου μάτια και τα μαύρα μαλλιά.
Ήμουν κάτι σαν μια παραφωνία μέσα σε όλο αυτό το χρυσό και γαλανομάτηδων υπολοίπων της τάξης.
Ήθελε να σπουδάσει μπαλέτο στην περίφημη όπερα της πόλης,που ήταν η πιο ξακουστή μετά τα μπαλέτα большой της Μόσχας.
Είχε όλα τα φόντα.Ψηλά πόδια,κορμοστασιά αλλά και θέληση για να κουραστεί πολύ μέχρι να γίνει μέλος του μπαλέτου.
Αντίθετα εγώ ήθελα να γίνω ηλεκτρολόγος και να δουλέψω στην υπηρεσία ηλεκτρισμού και να μπορέσω να φωτίσω όλες τις ομορφιές της πόλης.
Την όπερα,το μουσείο,το δημαρχείο αλλά και τα γνωστά από την ταινία του Sergey Eisenstein,σκάλες Potemkin.
Και τα κατάφερα.
Αν και η πόλη την ημέρα έδειχνε από μόνη τα κάλλη της σε όσους περπατούσαν σε αυτή.
Ήταν και λίγο αλήτισσα λόγω του λιμανιού.
Ήθελε να συγχρονίζεται και με τους ναυτικούς .Πάντα τους αναγνώριζες , γιατί αμέσως μόλις έπιαναν λιμάνι τους έβλεπες με ένα μάτσο τριαντάφυλλα να τρέχουν να συναντήσουν την καλή τους.
Άγνωστο αν της λέγαν στα αλήθεια το,я люблю тебя (σ’ αγαπώ) ,ή σε κάθε λιμάνι απλά άλλαζαν την γλώσσα,”
Ο φίλος μας είχε πια ανάψει το μικρο φως του κρεβατιού,για μπορέσει να βάλει σε πρόγραμμα αυτά που πρέπει να κάνει.
Στην Οδησσό είχε έρθει για να πάρει λίγο χώμα από εδώ και να το ρίξει στον τάφο του παππού του.
Αυτή την εντολή του είχε δώσει λίγο πριν πεθάνει.Ήθελε πάντα να τον συντροφεύει η Одесса Мама,όπως γλυκά την αποκαλούσε.
Ο ίδιος όμως ήθελε να συναντήσει όλα αυτά που χρόνια τώρα του περιέγραφε ο παππούς του.
Ακόμα και τις υπερβολές του,μια και του είχε πει ότι αν ψάξεις καλά την άμμο στην περιοχή Аркадия,θα βρεις χρυσό.
Εκεί ήταν το μέρος που πηγαίνανε για μπάνιο το καλοκαίρι τα κορίτσια της Οδησσού όπου τα αγόρια τρελαμένα από έρωτα προς αυτές ,της κάνανε δώρα χρυσά δαχτυλίδια που είχαν κλέψει από το σπίτι τους.
Μια γοργόνα όμως έπαιρνε τα δαχτυλίδια πριν προλάβουν να τα φορέσουν τα κορίτσια και τα έριχνε στην άμμο για να τα πάρει το κύμα,θεωρώντας ότι και τα λόγια των αντρών ήταν ψεύτικα και πάνω στον παράφορο άρρωστο έρωτα τους ,δίναν υποσχέσεις που δεν θα τηρούσαν ποτέ.
Ευτυχώς είχε γράψει κάποιες ιστορίες του παππού του και έτσι τώρα μπορούσε να τις θυμηθεί,ρουφώντας μια – μια,τις σελίδες.
Ο παππούς του είχε δώσει όμως σαφείς κατευθύνσεις για το τι θα κάνει όταν φτάσει στην πόλη.
Του είχε μάθει μόνο μια Ρώσικη φράση .
Меня зовут Иван.( το όνομα μου είναι Γιάννης).
Αυτή την φράση έπρεπε να πει σε όποιον άνοιγε την πόρτα της κατοικίας στην οδό Александровский 61.
Δεν ήταν μακριά από εκεί που έμενε.Δεν χρειάστηκε καν να πάρει μια маршрутка (μικρο λεωφορείο)
Αντίκρισε ένα πανέμορφο ανοιχτό γαλάζιο σπίτι.με κάτι σαν τρούλο στην σκεπή.
Στην μπροστινή πλευρά του είχε πολλά λευκά ξύλινα παράθυρα.
Το νούμερο 61,ήταν γραμμένο στην ξύλινη πόρτα,όπου δεξιά είχε ένα κουδούνι.
Το χτύπησε με θάρρος,έχοντας πλήρη εμπιστοσύνη στις εντολές του παππού του.
Δεν άκουσε κανέναν να έρχεται από μέσα.
Περίμενε λίγο,οπότε χτύπησε για δεύτερη φορά το κουδούνι.
Επιτέλους κάποιος άκουσε ότι ερχόταν προς την πόρτα.
Ανοίγει και .
Ανοίγει και βλέπει την ωραιότερη κοπέλα που είχε αντικρίσει στην ζωή του.
Μεγιά,όχι,όχι.
Μαγιά,όχι,όχι.
Είχε ξεχάσει την μοναδική φράση που του χε πει ο παππούς του να μάθει στα Ρώσικα.
Τον χάιδεψε στο κεφάλι η κοπέλα που είχε ανοίξει την πόρτα και του είπε γλυκά.
Μινιά ζαβούτ Όλγα .Меня зовут Ольга.

Σχολιάστε