οι σκιές…

Πριν από κάποια χρόνια έμενα στον Υμηττό.
Απέναντι από το σπίτι μου,υπήρχε ένα ερειπωμένο,μισογκρεμισμένο
σπίτι.
Από αυτά που περιμένουν την αντιπαροχή τους.
Συνήθως άφηνα το αμάξι μου,μπροστά από το ερείπιο αυτό.
Ένα χειμωνιάτικο βράδυ,βλέπω έναν άνθρωπο να είναι μέσα.
Δεν είχα ξανά παρατηρήσει καμία ανθρώπινη κίνηση.
Ήταν αδύνατο εξ άλλου να μένει εκεί άνθρωπος.

Τις επόμενες μέρες παρατηρούσα καλύτερα και κατάλαβα ότι μένανε ή
κρυβόταν κάποιοι άνθρωποι εκεί.

Έβλεπα την σκιά τους.Ποτέ τους ίδιους.
Ακόμα και αργά το βράδυ,το φεγγάρι αρκούσε για αυτούς.

Φυσικά το ακριβό μου αμάξι,το άφηνα πιο εκεί τώρα.
Είχα τσιμπήσει και εγώ στο τηλεοπτικό απόφθεγμα, άστεγος ίσον
εγκληματίας.
Εκείνες τις μέρες έπεσε και χιόνι στην Αθήνα.
Εγώ στο σπιτάκι μου,με την θέρμανση και τις ανέσεις μου, μια χαρά. Βολεμένος.
Όλα όπως τα είχα ονειρευτεί?

Έλα όμως που καμιά φορά αυτή η γαμημένη η συνείδηση,σε χτυπάει το βράδυ. Εκεί που είσαι έτοιμος να δεις τα έγχρωμα όνειρα σου.
Σηκώνομαι και ανοίγω την ντουλάπα μου.
Στην κυριολεξία ,εκατοντάδες ρούχα,σχεδόν αφόρετα.
Τοποθετημένα τέλεια στο ράφι.
Όλα φυσικά πανάκριβα.
Made in Usa,Made in Italy.
Όχι τίποτα φτωχοκινεζικα.
Αρχίζω να βάζω πολλά από αυτά σε μια σακούλα,για να τα δώσω στους
γείτονες μου,μπας και ξεγελάσουνε το κρύο.
Ακόμα και το κρύο,φεύγει όταν δει ακριβά ρούχα.
Πάει στα άλλα τα κινέζικα.
Μάζεψα πάνω από 80 τεμάχια.
T-shirt,παντελόνια,φούτερ κ.α.
Α,και εκείνο το πουπουλένιο πάπλωμα, το τέταρτο που είχα στο σπίτι, το
έβαλα και αυτό μαζί με τα άλλα.
Βάζω και κάποια χρήματα που είχα μαζί μου,και μέσα στο σκοτάδι πάω απέναντι.
Δεν ήξερα τίποτα για αυτούς.
Ούτε πόσοι και από που είναι.
Τι τους έσπρωξε να ρθουνε εδώ, και να μένουν σε αυτό το ερείπιο.
Τ’ αφήνω στην αυλή του σπιτιού, σε μια άκρη για να τα δούνε το πρωί, με το φως.
Στο δεύτερο τρίτο βήμα, που έκανα για να φύγω, δυο σκιές ήρθανε δίπλα μου.
Με σπασμένα Ελληνικά, με ρωτάνε
-τι άφησες εκεί στην σακούλα?
-κάποια ρούχα, για σας.
-α, σε ευχαριστούμε. Να είσαι καλά.
Θα το θυμόμαστε αυτό.
Δεν πρόλαβα να πω κάτι άλλο, και είχαν εξαφανιστεί.

Γύρισα στο σπίτι μου και κοιμήθηκα, όπως δεν είχα κοιμηθεί ποτέ μέχρι τότε.
Ξέρω ότι δεν έκανα και κάτι σπουδαίο.
Ήτανε το πρώτο μου βήμα όμως.

Τις επόμενες μέρες, ξαναφησα το αμάξι μου, μπροστά από το
εγκαταλελειμμένο σπίτι.
Κοιτούσα προς το σπίτι, αλλά δεν διέκρινα τίποτα.
Και όμως ήμουν σίγουρος για την παρουσία τους.

Τώρα πια δεν χρειαζότανε ούτε καν να κλειδώσω το αμάξι.
Είχα πλέον τους φίλους μου, για να το προσέχουνε.
Κάποια στιγμή, τα κατάφερα και γνώρισα κάποιους.
Ήταν Κούρδοι, που ψάχνανε να βρούνε κάποιο τρόπο για να φύγουνε στην Ιταλία.
Λέγοντας την ιστορία σε φίλους μου, άρχισαν να με πειράζουν .

«Ρε συ, έχει γεμίσει η Αθήνα με Κούρδους που φοράνε Armani».

Ελπίζω, μετά από τόσα χρόνια , να τους έχουν πάει όλα καλά στην ζωή τους.
Άμα κοιτάξετε καλύτερα και σεις δίπλα σας, θα διαπιστώσετε ότι παράλληλα με εμάς, υπάρχουν και κάποιοι «αόρατοι» άνθρωποι.
Που δεν είναι γραμμένοι πουθενά, και κανείς δεν καταλαβαίνει
την απουσία τους αλλά ακόμα ούτε και την παρουσία τους.

Zouri

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s