Είχε καιρό να χιονίσει στο Μιλάνο. Κοντά στα 3 χρόνια.
Καθώς προσγειωνότανε το αεροπλάνο,έβλεπες ένα πέπλο,να έχει καλύψει τα πάντα. Oι φοβίες ότι δεν θα προσγειωθεί το αεροπλάνο,λόγω κακοκαιρίας,δεν επαληθευτήκανε.
Ο καλός Θεός ήτανε μαζί μου,και μας άφησε να ακουμπήσουμε απαλά τον διάδρομο. Χειροκρότημα ,δεν είχαμε. Σημάδι ότι μόνο Έλληνες ήμασταν στο αεροπλάνο.
Οι ξένοι και με τις καλύτερες προϋποθέσεις,αρχίζουνε τα παλαμάκια.
To Linate,με βολεύει γιατί σε 10 λεπτά,είσαι στο κέντρο της πόλης.
Άφησα βιαστικά τα πράγματα μου στο ξενοδοχείο,και έτρεξα να προλάβω μη χάσω λεπτό από τα ψώνια μου.
Το Μιλάνο είναι η πόλη,για καταναλωτικούς αρρώστους.
Η πόλη του καλού γούστου,η αφετηρία για την μόδα.
Τα πάντα θα ξεκινήσουνε από δω,και τον επόμενο μήνα,θα δεις να έχει εξαπλωθεί παντού στον κόσμο.
Ταύτιση της νεολαίας,στα χρώματα,στα σχέδια,στα φαρδιά παντελόνια,στην μουσική,στα όνειρα.
Χαίρεσαι να τους βλέπεις να περπατάνε ,να πειράζουνε τους γύρω τους,και να εύχονται αυτή η φάση να διαρκέσει πολύ.
Εγώ παρατηρητής της ζωής τους,έφερνα στον νου μου τα δικά μου νεανικά χρόνια. Χθες ημέρα των γενεθλίων μου,έχοντας πια κλείσει τα 43.
Και τον στίχο του Μαγιακοβσκη,πάντα οδηγό. «Εγώ δεν έχω ουδέ μια άσπρη τρίχα στην ψυχή μου κι ουδέ σταγόνα γεροντίστικης ευγένειας.
Τα μαγαζιά χθες στο Μιλάνο,λόγω των εορτών,ήτανε ανοιχτά μέχρι τις 9 το βράδυ.
Το χιόνι δεν κατάφερε να νικήσει,την ορμή του κόσμου,να κερδίσει την χαρά,παραπάνω από αυτή που του αναλογεί.
Όλοι οι δρόμοι γεμάτοι, από καλά προετοιμασμένους για την κακοκαιρία Ιταλούς. Εγώ αποτύπωνα εικόνες,ενθουσιασμένος που συμμετείχα στην γιορτή.
Δεν περπατούσα μόνο για το χθες,περπατούσα για όλα τα χρόνια που βρίσκομαι στην γη. Προσπαθούσα να βρω άτομα,για όλες τις ηλικίες που έχω ζήσει.
Να μπορέσω να θυμηθώ κάθε ηλικία μου ξεχωριστά. Να θυμηθώ, πάνω από όλα τις αγάπες που φύγανε, τους φίλους που πάντα δηλώνανε παρών,στα προσκλητήρια μου.
Περπατούσα για ώρες. Ρουφούσα τις βιτρίνες,άπλωνα τα χέρια μου να ακουμπήσω τις κούκλες. άγγιζα τα ρούχα τους.
Τα βήματα μου,φτάσανε στο μαγαζί του Armani.
Δοκίμασα όλα τα ρούχα,καθόμουνα στο καθρέφτη και τα χάζευα.
Πήγαινα πάνω κάτω σαν σε πασαρέλα.
Τα χέρια μου γεμίσανε από σακούλες,με δώρα για τον εαυτό μου.
Ακόμα και σοκολατακια έβγαλε με το μονόγραμμα του.
Πήρα 10 από αυτά,για τα κορίτσια στο γραφείο. Η συσκευασία ήτανε σαν να είχε μέσα ένα μεγάλο διαμάντι. Ψήλωνα. α,δεν έπρεπε να ξεχάσω τον Νίκο. Ήθελε την φανέλα της Milan,από την μπουτίκ της ομάδας.
Στη Duomo,δεν είχε μπουτίκ. Έβρισκες την φανέλα σε άλλα μαγαζιά. αλλά η επιθυμία του Νίκου,ήτανε ξεκάθαρη. Μόνο από την μπουτίκ. Η οποία βρισκότανε στην Porta Genova. Μακριά από εκεί που ήμουνα. Δεν έκανα πίσω όμως. Με ένα ταξί,βρέθηκα εκεί. Η χαρά του Νίκου,έγινε δικιά μου. Οπαδός της Livorno εγώ,είχα φουσκώσει από αυτά που έπαιρνα για τον Νίκο. Ητανε περασμένα μεσάνυχτα,όταν επέστρεψα στο ξενοδοχείο.
Προτού πέσω για ύπνο,έδωσα στον εαυτό μου την απάντηση στο ερώτημα που μου έκανε μια συνεπιβάτης δίπλα μου στο αεροπλάνο.
-Αν,έβλεπες το αεροπλάνο να πέφτει,ποια θα ήτανε η τελευταία σου κίνηση.
-να προλάβω να της τηλεφωνήσω, για να τις πω , πόσο πολύ την αγαπάω.
Milano.
0